- εννεαπλασίων
- ἐννεαπλασίων, -ον (Μ)εννεαπλάσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού εννεαπλάσιος με αρχ. επίθημα -ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. και λατ. -ior, melior «καλύτερος», senior «πρεσβύτερος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐννεαπλασίων — ἐννεαπλάσιος ninefold fem gen pl ἐννεαπλάσιος ninefold masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)